σικυοσχάστης

σικυοσχάστης
ο, Ν
ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για τις χαρακτές, κοφτές βεντούζες, αλλ. κατασχαστήρας ή σκαριφιστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικύα «βεντούζα» + -σχάστης (< σχάζω «εντέμνω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσάρκι — το, Ν εργαλείο με το οποίο χαράζουν τις κοφτές βεντούζες, σικυοσχάστης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”